σιμίτι

σιμίτι
και σημίτι, το, Ν
είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιμίτι — το ιού (λ. τουρκ.), κουλούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημίτι — το, Ν βλ. σιμίτι …   Dictionary of Greek

  • σιμιτζής — και σημιτζής, ο, Ν αυτός που φτειάχνει ή που πουλάει σιμίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμίτι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • simit — SIMÍT, simiţi, s.m. Un fel de covrig turtit făcut din cocă mai moale decât a covrigilor obişnuiţi, presărat cu seminţe de susan. – Din tc. simit. Trimis de RACAI, 11.09.2008. Sursa: DEX 98  SIMÍT s. v. susan. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”